- ἐλαύνει
- ἐλαύ̱νει , ἐλαύνωdriveaor subj act 3rd sg (epic)ἐλαύ̱νει , ἐλαύνωdrivepres ind mp 2nd sgἐλαύ̱νει , ἐλαύνωdrivepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
в одну телегу впрячь не можно коня и трепетную лань — Ср. Нет, воскликнул: я вижу, что В одну телегу впрячь не можно Коня и трепетную лань... Тургенев. Два приятеля. Ср. Стой один перед грозою, Не призывай к себе жены... В одну телегу впрячь не можно Коня и трепетную лань. А.С. Пушкин. Полтава. 2.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
В одну телегу впрячь не можно — Коня и трепетную лань — Въ одну телѣгу впрячь не можно Коня и трепетную лань. Ср. Нѣтъ, воскликнулъ: я вижу, что Въ одну телѣгу впрячь не можно Коня и трепетную лань... Тургеневъ. Два пріятеля. Ср. Стой одинъ передъ грозою, Не призывай къ себѣ жены... Въ одну телѣгу… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
έλαστρο — το (AM ἔλαστρον) νεοελλ. μηχανή με την οποία επιτυγχάνεται ο περιορισμός τής διατομής ενός προϊόντος που αναγκάζεται να διέλθει μεταξύ δύο κυλίνδρων που στρέφονται αντίστροφα αρχ. μσν. αυτό το οποίο ελαύνει, ρυθμίζει την κίνηση … Dictionary of Greek
αμφηρικός — ἀμφηρικός, ή, ὸν (Α) [ἀμφήρης] ο αμφήρης (ΙΙ) «ἀκάτιον ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη βάρκα (κατά τον Ησύχ. «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας») … Dictionary of Greek
λυκοσπάς — λυκοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασπαραγμένος από λύκους 2. επίθετο τών μελισσών οι οποίες εκκολάπτονται πάνω στα πτώματα τών βοδιών που κατασπαράχθηκαν από λύκους 3. (για ίππο) αυτός που σύρεται με λύκο, δηλ. με σιδερένιο άγκιστρο που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
παρεγγύη — και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α 1. εντολή, διαταγή («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», Ξεν.) 2. έφοδος 3. εγγύηση που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγγύη (βλ. και λ. εγγύη)] … Dictionary of Greek
σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… … Dictionary of Greek